- κουδουνιστός, -ή
- -ό αυτός που βγάζει μεταλλικό ήχο: Έχει κουδουνιστή φωνή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουδουνιστός — ή, ό [κουδουνίζω] αυτός που αναδίδει μεταλλικό ήχο, καμπανιστός … Dictionary of Greek
καμπανιστός — ή, ό (Μ καμπανιστός, ή, όν) [καμπανίζω] νεοελλ. (για ήχους) εύηχος, ηχηρός, κουδουνιστός («γέλια καμπανιστά») μσν. ζυγισμένος … Dictionary of Greek